- ονειδίζομαι
- ονειδίζομαι, ονειδίστηκα, ονειδισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ὀνειδίζομαι — ὀνειδίζω cast in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὠνειδίζομαι — ὀνειδίζομαι , ὀνειδίζω cast in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)